θυσιαστήριο

θυσιαστήριο
Η τράπεζα ή ο βωμός (βλ. λ.) για την τέλεση της θυσίας στην αρχαία λατρεία. Στη χριστιανική λατρεία, θ. ονομάζεται η Αγία Τράπεζα στη μέση του Άγιου Βήματος, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια τα θ. ήταν κατασκευασμένα από ξύλο, είχαν τετράγωνο σχήμα και στηρίζονταν άλλοτε σε μία και άλλοτε σε τέσσερις κολόνες, που συμβόλιζαν τον Ιησού ή τους τέσσερις Ευαγγελιστές. Μετά την επικράτηση του χριστιανισμού, άρχισαν να χρησιμοποιούνται διάφορα υλικά για την κατασκευή τους (πέτρα, μάρμαρο, πολύτιμα μέταλλα), η οποία πήρε ποικίλα σχήματα (τραπεζιού, λάρνακας ή κύβου). Πάνω από τα θ. κρεμόταν ένα τετράγωνο ύφασμα σαν οροφή, το κιβώριο, το οποίο στους πλούσιους ναούς κατασκευαζόταν από ξύλο, μάρμαρο ή μέταλλο. Από το κιβώριο κρέμονταν συνήθως πολύτιμα παραπετάσματα, τα βήλα. Σήμερα τα θ. σκεπάζονται με τρία καλύμματα (κατασάρκιο, ενδυτή, ειλητό), πάνω στα οποία αποτίθεται το Ευαγγέλιο και το Αρτοφόριο. Κάτω από αυτά τοποθετούνται, συχνά μέσα σε κιβώτιο ή στις κολόνες, λείψανα αγίων ή μαρτύρων, στοιχείο που διασώζει έως σήμερα την παλιά συνήθεια, κατά την οποία οι τάφοι των μαρτύρων χρησίμευαν ως Αγία Τράπεζα. Στα θ. αποδόθηκε o συμβολισμός του σώματος, του θρόνου ή του τάφου του Ιησού. Στους βυζαντινούς χρόνους, μάλιστα, τα θ. χρησίμευαν και ως άσυλο για όσους καταδιώκονταν. Ονομαστό ήταν το θ. του ναού της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, κατασκευασμένο από ασήμι, χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες. Θυσιαστήριο στον ναό του Σαν Πλασίντο στη Μαδρίτη που χρονολογείται στο 1655· κάτω από τον βωμό ανακαλύφθηκαν το 1999 δύο ανθρώπινα λείψανα (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Θυσιαστήριο — (Αστρον.). Αστερισμός του νοτίου ημισφαίριου, που βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών Κανόνα, Σκορπιού, Τηλεσκόπιου, Ταώ και Νοτίου Τριγώνου. Ο Άρατος τον ονόμαζε Θυτήριον και ο Πτολεμαίος Θυμιατήριον. Ονομάζεται επίσης Βωμός. Ο λαμπρότερος αστέρας… …   Dictionary of Greek

  • θυσιαστήριο — το 1. το μέρος όπου γίνονται οι θρησκευτικές θυσίες, ο βωμός. 2. Aγία Τράπεζα, όπου τελείται η αναίμακτη θυσία της Θείας Ευχαριστίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βωμός — Τράπεζα επάνω στην οποία τοποθετούνταν οι προσφορές ή γίνονταν θυσίες στις θεότητες. Η αρχή του β. ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους. Σε πολλά μέρη βρέθηκαν πέτρες που χρονολογούνται από την τελευταία φάση της νεολιθικής εποχής, με κοιλότητες… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • θυσιαστήριος — α, ο (ΑΜ θυσιαστήριος, ία, ον) [θυσιάζω] το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν) το μέρος όπου τελείται η θυσία, ο βωμός νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυσιαστήριο(ν) η Αγία Τράπεζα αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε θυσία («θυσιαστήριος ὕμνος») …   Dictionary of Greek

  • Ερνάντεθ, Γκρεγκόριο — (Gregorio Hernαndez, 1565 – 1636). Ισπανός γλύπτης. Θεωρείται ένας από τους καλύτερους γλύπτες της σχολής της Βαγιαδολίδ, που ακολουθούσε την τεχνοτροπία του μπαρόκ. Ο Ε. φιλοτέχνησε σε χρωματιστό ξύλο εικόνες για τη θεία λειτουργία και γλυπτά… …   Dictionary of Greek

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • ακτή — Ζώνη ξηράς, που βρίσκεται στο όριο επαφής μεταξύ στεριάς και υδάτινων, ωκεάνιων ή θαλάσσιων μαζών. Οι α. δεν αποτελούν ένα γραμμικό όριο μεταξύ των δύο στοιχείων, αλλά τη ζώνη της αμοιβαίας επίδρασής τους και κυρίως του νερού πάνω στη στεριά… …   Dictionary of Greek

  • δορίς — δορίς, η (AM) μσν. το θυσιαστήριο, η αγία τράπεζα αρχ. μαχαίρι ειδικό για το γδάρσιμο τών ζώων …   Dictionary of Greek

  • ενέστιος — ἐνέστιος, ον και ἐνίστιος, ον (Α) [εστία] 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στην εστία, στο θυσιαστήριο 2. το ουδ. ως ουσ. ἐνέστιον (ενν. θύμα) το σφάγιο, το θύμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”